-
1 παρα-δηλόω
παρα-δηλόω, nebenbei oder versteckt anzeigen, ὑπῃνίττετο καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν, Dem. 19, 22; Plut. Alex. 49 u. öfter, u. a. Sp.
-
2 ὑπ-αινίσσομαι
ὑπ-αινίσσομαι, att, - ττομαι, dep. med., dunkel od. entfernt andeuten, zu verstehen geben; ὑπῃνίττετο καὶ παρεδήλου Dem. 19, 22; τεκμηρίοις Strab. 1, 1, 3; ein wenig sticheln, Plut. Rom. 8 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
υπαινίσσομαι — ὑπαινίσσομαι ΝΑ, και αττ. τ. ὑπαινίττομαι Α κάνω υπαινιγμό, εκφράζω κάτι με συγκαλυμμένο τρόπο, υπονοώ κάτι χωρίς να τό αναφέρω ρητά (α. «υπαινίσσεσαι ότι το σφάλμα ήταν δικό μου;» β. «ὑπῃνίττετο δ οὕτω καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν», Δημοσθ.) αρχ.… … Dictionary of Greek